- ἀναγκαίῳ
- ἀναγκαί̱ῳ , ἀναγκαῖονplace of constraintneut dat sgἀναγκαί̱ῳ , ἀναγκαῖοςofmasc/neut dat sgἀναγκαί̱ῳ , ἀναγκαῖοςofmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναγκαιώ — ( όω) [αναγκαίος] 1. είμαι αναγκαίος, απαραίτητος, χρειάζομαι 2. (το ουδ. πληθ. τής μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα αναγκαιούντα τα απολύτως αναγκαία για τη ζωή, τα χρειώδη … Dictionary of Greek
αναγκαίος — αία, αίο (ΑΜ ἀναγκαῑος, αῑα, αῑον και –αῑος, αῑον) 1. υποχρεωτικός, επιβαλλόμενος, αναγκαστικός, αναπόφευκτος 2. αυτός, τον οποίο χρειάζεται κανείς, ο απαραίτητος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αναγκαία α) τα απαραίτητα για τη ζωή, κυρίως η… … Dictionary of Greek